- παράβυστος
- -ο / παράβυστος, -ον, ΝΜΑ [παραβύω]φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» — σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικάαρχ.1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του πρωτοβουλία2. αυτός που έχει χωθεί πίσω από γωνία, που έχει κρυφτεί σε απόμερο τόπο, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράβυστονα) δικαστήριο τής αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας όπου δίκαζαν οι ένδεκα, δηλαδή οι αντιπρόσωποι τών δέκα φυλών και ο γραμματέας τους, και το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν μικρό και βρισκόταν σε απόκρυφο μέροςβ) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸν κλινίδιον παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ»γ) (γενικά) απόκρυφος τόπος3. φρ. α) «παράβυστος κλίνη» — μικρή ή συμπληρωματική κλίνηβ) «ἐκ παραβύστου κάθημαι» — παρακάθημαι σε δείπνο χωρίς να έχω προσκληθεί, αυτοκλήτως.
Dictionary of Greek. 2013.